δυσθυμία

δυσθυμία
δυσθῡμίᾱ , δυσθυμία
despondency
fem nom/voc/acc dual
δυσθῡμίᾱ , δυσθυμία
despondency
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυσθυμίᾳ — δυσθῡμίαι , δυσθυμία despondency fem nom/voc pl δυσθῡμίᾱͅ , δυσθυμία despondency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθυμία — η (Α δυσθυμία) έλλειψη καλής ψυχικής κατάστασης, αδιαθεσία, κακοκεφιά αρχ. 1. δυσφορία, δυσαρέσκεια 2. οργή …   Dictionary of Greek

  • δυσθυμία — η κακή διάθεση, ακεφιά, μελαγχολία: Με υποδέχτηκε με δυσθυμία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Dysthymia — Disthymia redirects here. The moth genus Disthymia is nowadays considered a junior synonym of Ethmia. Dysthymic disorder Classification and external resources ICD 10 F34.1 ICD 9 …   Wikipedia

  • δυσθυμίαι — δυσθῡμίαι , δυσθυμία despondency fem nom/voc pl δυσθῡμίᾱͅ , δυσθυμία despondency fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσθυμίας — δυσθῡμίᾱς , δυσθυμία despondency fem acc pl δυσθῡμίᾱς , δυσθυμία despondency fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dysthymie — Classification et ressources externes CIM 10 F34.1 CIM 9 300.4 MeSH …   Wikipédia en Français

  • αγουροφαίνομαι — προκαλώ δυσαρέσκεια, δυσθυμία σε κάποιον, τού κακοφαίνομαι, ξινοφαίνομαι …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • ανοστιά — κ. ανοστία, η 1. η έλλειψη νοστιμιάς, ευχάριστης γεύσης 2. η απώλεια του αισθήματος της γεύσης 3. η έλλειψη χάρης 4. η ακεφιά, η δυσθυμία 5. ανόητα λόγια 6. ανόητη πράξη 7. ανόητη σκέψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”